Dictionary of Greek. 2013.
τζίβα — η, Ν 1. τεχνολ. φυτική ίνα που λαμβάνεται από τα σπέρματα τού τροπικού δένδρου κεΐβη, αλλ. καπόκ 2. η ζίβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ceiba < ισπ. ceiba) … Dictionary of Greek
τσίβα — η, Ν βλ. ζίβα … Dictionary of Greek